Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανυψωτήρας ο [anipsotíras] Ο2 : ανυψωτικό μηχάνημα.
[λόγ. ανυψω- (δες ανυψώνω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. élévateur]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυψωτήρας [anipsotíras] ο, (L)
- device for raising or lifting, hoist, lift, elevator (syn ανυψωτής 2):
- ~ αυτοκινήτων jack (syn γρύλος) |
- ~ όπλου follower (of a firearm) |
- ~ σιδηροτροχιών rail-jack |
- δομικός ~ construction hoist or elevator
[fr kath (neol Koumanoudis) ανυψωτήρ, der of kath ανυψώ]
- device for raising or lifting, hoist, lift, elevator (syn ανυψωτής 2):



