Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυψωμός [anipsomós] ο, (L)
- improvement, betterment, perfection:
- οι πιο συνηθισμένες επικρίσεις για το έργο του Παλαμά είναι κακής ποιότητας και ομολογώ δε βλέπω πώς θ' αποδώσουν κάτι αξιόλογο για τον πνευματικό μας ανυψωμό (Tsatsos)
[der of ανυψώνω]
- improvement, betterment, perfection:



