Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυπόφορα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανυπόφορα [anipófora] adv
  • unbearably, unendurably (syn ανυπόφερτα):
    • ~ αποκρουστικός |
    • μύριζε, πονούσε ~ |
    • ένα ~ πεζό ιδανικό |
    • η πείνα είχε σφίξει ~ |
    • τα ομαδικά ταξίδια έχουν κάτι το ~ μηχανικό |
    • τα ασπρισμένα σπίτια άστραφταν ~ στον ήλιο |
    • το ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον εκνεύριζε ~ την περήφανη Λ. (Thrylos) |
    • ίσως είμαστε ~ μοναχοί στο μέγα πλήθος του αιώνα (Panagiotop) |
    • η νέα ζωγραφική λευτέρωσε τα μάτια μας από κάποια γυαλιά που μας έδειχναν ~ κοινό τον κόσμο (Papanoutsos) |
    • poem οι άνθρωποι κατάντησαν ~ γνωστοί | τους ξέρεις ως τη ρίζα της καρδιάς (TDoxas)

[der of ανυπόφορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες