Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυπότακτη [anipótakti] η, (& ανυπόταχτη) (L)
- insubmissive or insubordinate female:
- ας ήταν εδώ η K. και θα 'βλεπαν τι ωραία που θα 'μπαιναν σε τάξη όλες αυτές οι μικρές ανυπόταχτες (KPapa)
[substantiv. f of ανυπότακτος2]
- insubmissive or insubordinate female:



