Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανυπόδητος -η -ο
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανυπόδητος -η -ο [anipóδitos] Ε5 : (λόγ.) ξυπόλυτος.

[λόγ. < αρχ. ἀνυπόδητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυπόδητος1 [anipóDitos] ο, usu pl ανυπόδητοι οι, eccl
  • member of a religious community (e.g., Franciscans) wearing no shoes or only sandals, discalced friar:
    • σε κάμποσες πόλεις της Iσπανίας υπάρχουν μοναστήρια των ανυπόδητων (Kanellop)

[substantiv. m of ανυπόδητος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυπόδητος2, -η, -ο [anipó∂itos] (L)
  • barefoot, unshod (syn ξυπόλυτος, ant ποδεμένος):
    • μπήκαμε στο παρεκκλήσι ανυπόδητοι |
    • ο ιερέας εικονίζεται ~στο ανάγλυφο |
    • ο Έρως δεν είναι απαλός και όμορφος, αλλά σκληρός και ακατάστατος και ~ και άστεγος (Theodorakop)

[fr kath ανυπόδητος ← PatrG, AG; cf MG ανυπόδετος ← K (inscr, pap)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go