Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυποψίαστα [anipopsíasta] adv (L)
- ① without suspecting anything, unsuspectingly (syn ανύποπτα 1):
- "τι είναι αυτό;" ρώτησε ~ |
- φυσικά και ~, η Δάφνη παραπονέθηκε ότι είχε ένα πόνο στο πόδι (Panagiotop, adapted) |
- θάμπος νοιώθει κανείς όταν ανοίγει ~ μια παλιά κασετίνα και τη βλέπει γεμάτη αναρίθμητα πολύτιμα πετράδια (Ouranis) |
- poem τρομερή υποψία, ενώ ~ πηγαίνω | πίσω απ' την πλάτη μου βλέμματα που τρυπάνε (Melissanthi)
- ② unconsciously, unwittingly (syn ανύποπτα 2):
- υποσυνειδητά (so Palam for υποσυνείδητα) και σαν ~ κρατούσα την εντύπωσή μου μέσα σ' ένα λησμονιάς χρυσοσύγνεφο (Palam) |
- ανυποψίαστά σου στήσαν τ' αφτί τους οι αιώνιοι μωροπίστευτοι (ILambrou) |
- poem ωιμένα! ~ κοντά της θα περνώ | .. αλλά και σα μονάχος θα διαβαίνω (Malakasis)
[der of ανυποψίαστος]
- ① without suspecting anything, unsuspectingly (syn ανύποπτα 1):



