Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυποχώρητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανυποχώρητα [anipoxórita] adv (L)
  • unyieldingly, uncompromisingly:
    • επιμένει ~ στις απόψεις του |
    • ο K. γράφει ~ κλασικίζουσα ελληνική |
    • οι Eυρυτάνες εξακολουθούσαν να κρατούν ~ την ορθοδοξοχριστιανική τους συνείδηση (PVasileiou)

[der of ανυποχώρητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες