Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυπομονώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανυπομονώ [anipomonó] Ρ10.9α : αισθάνομαι ανυπομονησία ή εκδηλώνω την ανυπομονησία μου: ~ να φτάσω στο τέρμα του ταξιδιού. Οι γονείς ανυπομονούν να δουν τα παιδιά τους μεγάλα. ~ πότε θα πάρω γράμμα του / θα μάθω νέα του. Σε βλέπω να ανυπομονείς… για ποιο λόγο;

[λόγ.(;) < μσν. ανυπομονώ < ανυπόμον(ος) -ώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυπομονώ [anipomonó] ανυπομονείς, ipf ανυπομονούσα, aor ανυπομόνησα (subj ανυπομονήσω) (L)
  • ① be or grow impatient, lose one's patience (syn ανυπομονεύω):
    • το ακροατήριο ανυπομονεί |
    • οι πολιτικοί ηγέτες ανυπομονούσαν και αδημονούσαν |
    • μερικοί άρχισαν ν' ανυπομονούν και να φεύγουν |
    • ο κόσμος ανυπομονεί, θέλει να δράσει |
    • ο στρατηγός T. ανυπομονούσε βλέποντας να χάνεται πολύτιμος χρόνος (Terzakis) |
    • ανυπομόνησε ο άνθρωπος στην τόση αναισθησία των χωριάτων, ώστε απεφάσισε να ζητήσει βοήθεια (Karkavitsas) |
    • μην ανυπομονήσεις με την ιδέα πως άργησα τη φορά αυτή να σου δώσω ειδήσεις μου (Palam)
  • ② be anxious or eager:
    • ~ για ειδήσεις σου |
    • ανυπομονεί να δει το έργο |
    • ανυπομονούσα να μπω στο ναό, να δοκιμάσω τις ικανότητές μου |
    • ο κόσμος ανυπομονεί για μια χειροπιαστή αλήθεια |
    • ανυπομονούσαμε πότε να φτάσουμε στο χωριό |
    • όλοι ανυπομονούσαν για να δουν ποιο μουσείο θα αποκτήσει τον πίνακα του Pέμπραντ (Papantoniou, adapted) |
    • όλες οι φυλές του κόσμου πορεύονται προς τα εκεί (sc προς τον Άγιο Πέτρο) ανυπομονώντας να συνθλιβούνε, άλλοι απ' τον όγκο, άλλοι απ' το μεγαλείο (Venezis) |
    • ανυπομονεί πότε θα μπορέσει να πολιτεύεται κι αυτός μες στη βουλή (Tsirkas)

[fr kath ανυπονομώ, der of ανυπόμονος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυπομόνως [anipomónos] adv (L)
  • eagerly, anxiously (syn ανυπόμονα 1):
    • περιμένω ~ νέα σου

[fr kath (neol Koumanoudis) ανυπομόνως, der of ανυπόμονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες