Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυπομονεύω [anipomonévo]
- be impatient (syn ανυπομονώ 1, ant υπομονεύω):
- poem μη βιάζεσαι, νεράκι μου, μην ανυπομονεύεις (Athanas)
[der of ανυπόμονος]
- be impatient (syn ανυπομονώ 1, ant υπομονεύω):



