Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανυπολόγιστα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανυπολόγιστα [anipolóyista] adv (L)
  • enormously, incalculably:
    • ήταν ~τεράστια ζημιά |
    • μια ~ πολλαπλάσια δύναμη |
    • ~ δύσκολη απόδοση ρόλου |
    • δεν υπάρχει πόλεμος που να μην ζημιώνει ~ και το νικητή |
    • η απόσταση ανάμεσά μας ήταν ~ μεγαλύτερη απ' ό,τι την είχα νομίσει |
    • αν του χάριζε χρόνια η ζωή, ο Φ. θα υπηρετούσε ~ την πνευματικότητα (Palam) |
    • αν οι κομμουνιστικά οργανωμένοι λαοί ξαναβρούν το δρόμο της ελευθερίας μπορεί να συντελέσουν ~ στην πνευματική αναγέννηση του κόσμου (Theotokas) |
    • η εργασία του Riegl πάνω στην τέχνη εμπλούτισε ~ την οπτική, την πνευματική και την ψυχική μας εμπειρία (Karouzos)

[der of ανυπολόγιστος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go