Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανυπερθέτως [aniperθétos] επίρρ. : (λόγ.) οπωσδήποτε, χωρίς αναβολή: Θα έρθουμε αύριο ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀνυπερθέτως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυπερθέτως [aniperθétos] adv (L)
- without fail (syn οπωσδήποτε):
- εκάλεσαν την M. να παρουσιαστεί ~ στο γραφείο του διευθυντή την Tετάρτη το πρωί
[fr kath ανυπερθέτως 'without delay' ← K (pap, LXX), der of ανυπέρθετος]
- without fail (syn οπωσδήποτε):



