Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανυπέρβλητος -η -ο [anipérvlitos] Ε5 : ΣYN αξεπέραστος. 1. για κτ. που δεν μπορεί να το υπερβεί, να το υπερνικήσει κάποιος: Aντιμετωπίζει ανυπέρβλητα εμπόδια / ανυπέρβλητες δυσκολίες. 2. (για πρόσ. ή για πργ.) που είναι ασυναγώνιστος, μοναδικός: Ο στρατός μας ήταν ~ σε ηρωισμό. Έδειξε ανυπέρβλητη δύναμη / καλοσύνη.
ανυπέρβλητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀνυπέρβλητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανυπέρβλητος, -η, -ο [anipérvlitos] (L)
- incapable of being surpassed or exceeded, unsurpassable, unsurpassed, unexcelled, unmatched, unequaled (syn ανυπέρβατος, near-syn απαράμιλλος, μοναδικός):
- ~ ηρωισμός |
- ανυπέρβλητη ευτυχία, ομορφιά, πατριδολατρεία, ποιητική χάρη |
- ανυπέρβλητο γούστο, ανυπέρβλητα χαρίσματα |
- ανυπέρβλητη εκφραστική ποικιλία |
- ανυπέρβλητο ύψος ανιδιοτέλειας |
- χρώμα ανυπέρβλητο σε ζωηρότητα |
- ανυπέρβλητο στο είδος του βιβλίο |
- η ανυπέρβλητη λεκτική και συντακτική άρθρωση των εικόνων του Παλαμά και του Σικελιανού |
- το ανυπέρβλητο θαύμα της χριστιανικής αρχιτεκτονικής, η Aγια-Σοφιά |
- η ανυπέρβλητη στρατηγική σπουδαιότητα της Θεσσαλονίκης |
- στη Γαλλία του 17ου αιώνα αναπτύχθηκε σε σημείο ανυπέρβλητο η τέχνη του ρητορικού λόγου (Tsatsos) |
- ο φιλοσοφικός στοχασμός της ελληνικής περιόδου δεν θα χάσει ποτέ την ανυπέρβλητη παιδαγωγική του αξία (Papanoutsos)
- ① incapable of being overcome or surmounted, insuperable, insurmountable (syn αξεπέραστος, ανυπερνίκητος):
- ανυπέρβλητες δυσκολίες, δυσχέρειες |
- ανυπέρβλητα εμπόδια, προβλήματα |
- ο Πλάτων εκτιμά ανυπόκριτα την όραση, ώστε κι όταν την αρνιέται αποκαλύπτει την ανυπέρβλητη, μα γόνιμη, αντινομία του στοχασμού του (Andronikos) |
- δεν μπορούμε εμείς να γίνουμε ρομαντικοί γιατί ούτε την αοριστία της φύσης έχομε, ούτε είμαστε σε ανυπέρβλητη απόσταση από το κλασικό (Theodorakop)
[fr kath ανυπέρβλητος ← K (pap), PatrG ← AG]
- incapable of being surpassed or exceeded, unsurpassable, unsurpassed, unexcelled, unmatched, unequaled (syn ανυπέρβατος, near-syn απαράμιλλος, μοναδικός):



