Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυδρίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανυδρίτης [aniDrítis] ο, (L)
  • ① chem compound derived fr another by removal of the elements of water, anhydride:
    • ~ ανθρακικού, βενζοϊκού, νιτρικού οξέος
  • ② miner anhydrite (syn άνυδρος γύψος, άνυδρο θειικό ασβέστιο)

[fr kath (neol Koumanoudis) ανυδρίτης, der of άνυδρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες