Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντύχως
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
αντύχως, σύνδ.
  • (Mε το σύνδ. να) μήπως, για να, ώστε να:
    • (Kυπρ. ερωτ. 231).

[<έκφρ. αν τύχει (βλ. αν) με επίδρ. του συνών. ανίσως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go