Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντρούλης
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντρούλης [andrúlis] ο, endear.
  • ① boy or adolescent having qualities associated w. adult men, young man:
    • φτυάριζε ο σβόμπιρας, χεροδύναμο παιδάκι, ~ σωστός (Karagatsis) |
    • τον έβλεπε σαν αντρούλη, να προχωρεί, αληθινό λεβεντόπαιδο (Karkavitsas)
  • ② dear husband, hubby:
    • είναι όμορφο παιδί και λεβέντης ο ~ σου, να τον χαίρεσαι |
    • ήθελε να ξεκουράσει τον αντρούλη της που γυρνούσε κατάκοπος απ' τη δουλειά (Moatsou) |
    • poem ω, που από χρόνια στην γυναίκα σου ήρθες, | πιάσε με, αντρούλη μου, έλα αγκάλιασε με (Stavrou Ar) |
    • .. η ζωή σου .. γαλήνια θα κυλήσει | και κρίνο ανέγγιχτο θα στέκεσαι στου αντρούλη σου το σπίτι (Kazantz Od 24.576)

[der of άντρας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go