Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντρειοσύνη η [andriosíni] Ο30α : (λαϊκότρ.) ανδρεία.
[μσν. αντρειοσύνη < αντρεί(ος) -οσύνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρειοσύνη s. ανδρειοσύνη.
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[μσν. αντρειοσύνη < αντρεί(ος) -οσύνη]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |