Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντρειά η [andriá] Ο24 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ανδρεία.
[μσν. αντρειά < αρχ. ἀνδρεία (προφ. [nd] ) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρεία1 s. ανδρεία1.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντρεία2 s. ανδρεία2.



