Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντρές
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντρές [andrés] ο, pl αντρέδες
  • entrance room, hall (syn in αντρέ):
    • όταν έφτασε ο παπάς οι αντρέδες, οι κάμαρες, τα σκαλάκια, όλα βρέθηκαν πλημμυρισμένα από παιδιά (Xenop) |
    • το μεγάλο πατρικό με τα δέκα δωμάτια, τους αντρέδες και τα σαλόνια (GChourmouziadis)

[fr το αντρέ after είσοδος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντρέσα η [adrésa] Ο25α : (παρωχ.) διεύθυνση κατοικίας.

[γαλλ. adress(e) ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντρέσα [adrésa] η,
  • address (of one's residence etc) (syn διεύθυνση):
    • γραμματόσημο με την ~ μου θα έχουν οι μπόμπες και θα πέσουν στο κεφάλι μου; (Tsirkas, adapted)

[fr Fr adresse]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες