Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντράκι
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντράκι [andráci] το,
  • ① endear. boy entering puberty or adolescence, young man:
    • πρόωρο ~ |
    • αργούν να πάρουν κάβο οι μητέρες ότι γίνονται αντράκια τα μωρά τους (Palaiologos) |
    • τον καμαρώνει που 'γινε ~ με το αστείο μακρύ παντελονάκι που του φόρεσαν (Melas)
  • ② derog insignificant fellow, cockalorum, pip-squeak:
    • φλούδι φιστικιού ή ~ είναι ο άλλος και αδιαφορείς για την παρουσία του; (Palaiologos)

[der of άντρας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go