Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιύλη η [andiíli] Ο25 : (φυσ.) ύλη που την αποτελούν σωματίδια με ηλεκτρικά φορτία αντίθετα από αυτά της κανονικής ύλης.
[λόγ. αντι- + ύλη μτφρδ. αγγλ. antimatter (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιύλη [andiíli] η, (L) phys
- antimatter:
- η θεωρία της αντιύλης |
- βόμβα αντιύλης
[fr kath (neol) αντιύλη, cpd w. ύλη]
- antimatter:



