Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιψυκτικό
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιψυκτικό [andipsiktikó] το, (L)
  • chem, car substance lowering the freezing point of a liquid, antifreeze (syn αντιπηκτικό 1):
    • όταν δεν έχουμε ~, πρέπει κάθε τόσο να βάζουμε τη μηχανή να δουλέψει, για να μην παγώσουν τα νερά

[substantiv. n of αντιψυκτικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιψυκτικός -ή -ό [andipsiktikós] Ε1 : (μηχανολ.) που εμποδίζει την ψύξη: Aντιψυκτικά μηχανήματα. Aντιψυκτικό υγρό. || (ως ουσ.) το αντιψυκτικό, το αντιψυκτικό υγρό.

[λόγ. αντι- + ψυκτικός μτφρδ. αγγλ. anti freeze]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιψυκτικός, -ή, -ό [andipsiktikós] (L)
  • chem, car lowering the freezing point of a liquid, antifreezing (syn αντιπηκτικός 1):
    • αντιψυκτικό μίγμα |
    • αντιψυκτικά λάδια

[fr kath (neol) αντιψυκτικός, cpd w. ψυκτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go