Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιχτυπώ
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιχτυπώ [andíxtipó] (& Solom αντικτυπώ) αντιχτυπά & αντιχτυπάει, ipf αντιχτυπούσα (& 3sg αντιχτύπα [Sikel]), aor αντιχτύπησα (subj αντιχτυπήσω), mi αντιχτυπιέμαι L & region.
  • ① to strike or hit back:
    • ρίχνανε όλα τα κανόνια μαζί, μα το κάστρο αντιχτυπούσε ανδρεία (KRados) |
    • ο τύραννος δεν άργησε ν' αντιχτυπήσει, καταδικάζοντας σε θάνατο τρεις πασάδες (Floros) θέλησε να συγκρατήσει τα μπουλούκια του πριν προλάβουν οι Tούρκοι ν' αντιχτυπήσουν (Petsalis)
  • ⓐ retort, reply:
    • το πρόσωπό του σκοτείνιασε, μα δε βρήκε λόγο βαρύ ν' αντιχτυπήσει (GPhilippou) |
    • poem μα ο δοξαράς τη σκότα σφίγγοντας αντιχτυπάει του βλάμη |
    • | "πολύ μου αρέσει .. τ' όνειρο και χέρα δε σηκώνω!" (Kazantz Od 8.1192)
  • ② strike, stamp, hit:
    • αντιχτυπούσε τα ξύλινα τσόκαρά της στο πάτωμα |
    • άμποτε ν' αντιχτυπήσει η αύρα τα κουρασμένα μέτωπά μας (Tsatsos) |
    • poem .. το .. μαστίγι του χερώνει, | το αντιχτυπάει, τινάξαν τ' άλογα το πέρφανο κεφάλι | κι ορμούν κλ (Kazantz Od 4.1344) |
    • .. νοιώθει με λαχτάρα | ν' αντιχτυπούν τα κύματα, να κρουν σα στήθια το κορμί του (ib 21.981)
  • ⓑ hit or clash against each other:
    • τα αίματά τους ορμούν ενάντια, αντιχτυπιούνται, βροντάνε τον ίδιο άγριο ρυθμό (Myriv) |
    • οι καιροί μας αλλάζουν μορφή γοργά κι αντιχτυπούν από τον ένα τοίχο στον άλλο (Panagiotop) |
    • poem εάν οι άνεμοι .. | μουγκοφυσούν, σειούνται σειούνται τα μαυράδια, | οπού οι κλώνοι αντικτυπούν (Solom) |
    • .. σκουντρίξαν τα σκουτάρια | και των αντρών των χαλκοθώρακων η αντρειά, κι αντιχτυπούσαν | οι αφαλωτές ασπίδες (Homer Il 4.448 Kaz-Kakr)
  • ③ resound, reverberate, echo (of place or sound) (syn in αντηχώ):
    • όταν περπατούσε αντιχτυπούσαν οι πλάκες |
    • οι εκρήξεις αντιχτυπιούνται στα τοιχώματα |
    • ο αντίλαλος αντιχτυπήθηκε μέσα στο σπίτι |
    • η φωνή της αντιχτύπησε στη λαγκαδιά, στη ρεματιά |
    • poem και φάνη μου πως η καρδιά | της γης βαριά αντιχτύπα (Sikel) |
    • στο δεύτερο, το τούμπανο βροντάει κι αντιχτυπάει το χώμα (Kazantz Od 6.149)
  • ⓒ be reflected (syn αντικαθρεφτίζομαι [αντικαθρεφτίζω 1]):
    • το φως του ήλιου αντιχτυπάει στην ασπρίλα του βουνού |
    • poem .. μια αχτίδα ..|..| στη λόγχη μου αντιχτύπησεν, ακέριες | τις κορυφές εχρύσωσε κλ (Sikel)
  • ⓓ fig be reflected or echoed, reverberate (of events, thoughts etc):
    • κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες (Kazantz) |
    • ο μυθιστοριογράφος αισθάνεται ν' αντιχτυπά μέσα του η ζωή σαν χείμαρρος ασταμάτητος (Chatzinis) |
    • το ατύχημα αντιχτυπάει στη νεοελληνική ποίηση (Palam) |
    • poem .. ήσουν η πιο μεγάλη | κι αντιχτυπούσε απάνω σου κάποιος υπέρθεος νους (id.)

[fr K, PatrG ἀντικτυπῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go