Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιφατικά [andifatiká] adv (L)
- in a contradictory manner, in a manner leading to a contradiction, contradictorily:
- δεν μπορεί μια λογική συνέπεια να συγκρουσθεί ~ με μιαν άλλη |
- σε μερικές εκφράσεις, όπως "δώρο άδωρο", αποδίδομε στο ίδιο πράγμα δυο ~ αντικείμενες έννοιες (Tatakis)
[der of αντιφατικός]
- in a contradictory manner, in a manner leading to a contradiction, contradictorily:



