Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιφάρμακο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιφάρμακο το [andifármako] Ο40 : αντίδοτο, κυριολεκτικά και μτφ.

[λόγ. < ελνστ. ἀντιφάρμακον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιφάρμακο [andifármako] το,
  • ① antidote (for a poison):
    • (syn αντίδοτο 1) |
    • δραστικό ~ |
    • ο Oδυσσέας χρησιμοποίησε το ~ του Eρμή για τα φαρμάκια της Kίρκης (Maronitis)
  • ② fig remedy, cure (syn αντίδοτο 2):
    • η τέχνη θεωρείται ~ της γνώσης |
    • ο αθλητισμός είναι το ~ της εποχής μας που προσκυνά μόνο την ύλη (ChZalokostas) |
    • η σιγουριά που δίνει η προετοιμασία είναι το μόνο αποτελεσματικό ~ για το τρακ (Melas)

[fr MG αντιφάρμακον 'antidote' ← PatrG ← K ← AG (Aristot.)]

[Λεξικό Κριαρά]
αντιφάρμακον το.
  • Mέσο θεραπείας (κακού, ανάγκης):
    • (Aπολλών. 24), (Bεντράμ., Γυν. 266).

[αρχ. ουσ. αντιφάρμακον. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες