Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιτράστ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιτράστ [anditrást] Ε (άκλ.) : που έχει σκοπό τον περιορισμό των τραστ (των μονοπωλίων): Nόμος ~.

[λόγ. < αγγλ. antitrast (anti- = αντι-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες