Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντισύλληψη
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντισύλληψη η [andisílipsi] Ο33 : η διαδικασία με την οποία αποφεύγεται η σύλληψηII: Mέθοδοι αντισύλληψης.

[λόγ. αντι- + σύλληψις (-σις > -ση) μτφρδ. αγγλ. contra ception]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντισύλληψη [andisílipsi] η, gen αντισύλληψης (L)
  • contraception:
    • ενημέρωση στα θέματα αντισύλληψης |
    • η ~ συνεπάγεται μεταμορφώσεις ριζικές στους αισθηματικούς δεσμούς

[fr kath (neol) αντισύλληψις, cpd w. σύλληψις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go