Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντισωματίδιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντισωματίδιο το [andisomatíδιο] Ο40 : (φυσ.) καθένα από τα σωματίδια της αντιύλης που έχει μάζα ίση με το αντίστοιχο σωματίδιο της ύλης αλλά αντίθετο φορτίο.

[λόγ. αντι- + σωματίδιον μτφρδ. αγγλ. antiparticle (anti- = αντι-)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go