Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντισυγκέντρωση η [andisingéndrosi] Ο33 : συγκέντρωση που γίνεται με σκοπό να αντιμετωπίσει ή να αποδοκιμάσει κάποια άλλη συγκέντρωση που γίνεται ταυτόχρονα.
[λόγ. αντι- + συγκέντρω(σις) -ση]



