Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντισπασμωδικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντισπασμωδικός -ή -ό [andispazmoδikós] Ε1 : για φαρμακευτική ουσία που καταπολεμά τους σπασμούς.

[λόγ. < γαλλ. antispasmodique < anti- = αντι- + spasmodique = σπασμωδικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντισπασμωδικός, -ή, -ό [andispasmo∂ikós] (L) pharm
  • preventing or relieving spasms or convulsions, antispasmodic, spasmolytic (syn σπασμολυτικός):
    • αντισπασμωδικά φάρμακα

[fr kath (neol Koumanoudis) αντισπασμωδικός, cpd w. σπασμωδικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες