Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντισκωριακό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντισκωριακό [andiskoriakó] το, (L)
  • substance preventing the formation of rust, rust-inhibitor:
    • το απορρυπαντικό περιείχε ~

[substantiv. n of αντισκωριακός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντισκωριακός, -ή, -ό [andiskoriakós] (L)
  • preventing the formation of rust, rust-inhibiting:
    • αντισκωριακές ουσίες

[fr kath (neol Koumanoudis) αντισκωριακός, cpd w. σκωρία & suff -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες