Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντισημίτης ο [andisimítis] Ο10 θηλ. αντισημίτισσα [andisimítisa] Ο27 : ο οπαδός του αντισημιτισμού.
[λόγ. < γαλλ. antisémite < anti- = αντι- + Sémite = Σημίτης· λόγ. αντισημίτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντισημίτης [andisimítis] ο, (L)
- antisemite (syn αντισημιτικός)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντισημίτης, cpd w. σημίτης]