Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιρευματικός -ή -ό [andirevmatikós] Ε1 : που έχει σχέση με την καταπολέμηση των ρευματισμών: Aντιρευματική θεραπεία. Aντιρευματικά φάρμακα. || (ως ουσ.) τα αντιρευματικά, αντιρευματικά φάρμακα.
[λόγ. < αγγλ. antirheumatic < anti- = αντι- + αρχ. ῥευματικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιρευματικός, -ή, -ό [andirevmatikós] (L) med & pharm
- preventing or curing rheumatism, antirheumatic:
- αντιρευματική αγωγή |
- αντιρευματικό φάρμακο
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιρρευματικός, cpd w. ρευματικός]
- preventing or curing rheumatism, antirheumatic:



