Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιπύραρχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιπύραρχος ο [andipírarxos] Ο20α : βαθμός ανώτερου αξιωματικού του πυροσβεστικού σώματος, ανώτερος από τον επιπυραγό και κατώτερος από τον πύραρχο, αντίστοιχος με τον αντισυνταγματάρχη του στρατού ξηράς.

[λόγ. αντι- πύραρχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go