Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπυρετικό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπυρετικό [andipiretikó] το, (L) pharm
  • remedy for fever, antipyretic:
    • όχι μόνο χρεοκόπησαν τ' αντιπυρετικά, αλλά και η λεγόμενη πυρετοθεραπεία κατακτά ολοένα έδαφος (Katsigra)

[substantiv. n of αντιπυρετικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιπυρετικός -ή -ό [andipiretikós] Ε1 : που καταπολεμά τον πυρετό: Aντιπυρετικές ουσίες. Aντιπυρετικά φάρμακα. || (ως ουσ.) το αντιπυρετικό, φαρμακευτικό παρασκεύασμα με αντιπυρετική δράση.

[λόγ. < γαλλ. antipyrétique < anti- = αντι- + ελνστ. πυρετικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπυρετικός, -ή, -ό [andipiretikós] (L) pharm
  • reducing fever, antipyretic:
    • αντιπυρετικό φάρμακο

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπυρετικός, cpd w. πυρετικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες