Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπρόταση η [andiprótasi] Ο33 : αντίθετη, διαφορετική ή συμπληρωματική πρόταση που γίνεται σε απάντηση προηγούμενης πρότασης άλλου συνομιλητή. || (νομ.) έγγραφο με τους ισχυρισμούς κατά των επιχειρημάτων του αντιδίκου.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιπρότα(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπρόταση [andiprótasi] η, pl αντιπροτάσεις οι,
- counterproposal:
- προτάσεις και αντιπροτάσεις |
- υποβάλλω ~ |
- δελεαστική, συμβιβαστική ~ |
- αποδοχή, απόρριψη αντιπροτάσεων |
- διαμορφώθηκε μια δέσμη ελληνικών αντιπροτάσεων |
- οι αντιπροτάσεις απομακρύνονται σε πολλά σημεία από την αρχική συμφωνία
[fr kath (neol) αντιπρότασις, cpd w. πρότασις]
- counterproposal: