Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπροσαρμογή [andiprosarmoyí] η, (L)
- reverse adaptation, counteradaptation:
- ο Σπένσερ ορίζει τη ζωή ως συνεχή προσαρμογή των εσωτερικών προς τους εξωτερικούς όρους, για τον άνθρωπο όμως ισχύει περισσότερο η ~ του περιβάλλοντος προς τις ανάγκες του (Theodorakop)
[cpd w. προσαρμογή]
- reverse adaptation, counteradaptation:



