Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπροίκι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιπροίκι το [andipríki] Ο44α : (λαϊκότρ., λογοτ.) δώρο που δίνουν πριν από το γάμο ο γαμπρός στη νύφη ή οι γονείς της στο γαμπρό.

[υποκορ. του μσν. αντίπροικ(ον) -ι `δωρεά του γαμπρού στους γονείς της νύφης΄ < ελνστ. επίρρ. ἀντίπροικα `δωρεά αντί για την προίκα΄ (αρχ. σημ.: `σχεδόν δωρεάν΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
αντιπροίκι το· αντιπρούκι.
  • Aυτά που δίνει ο γαμπρός στους γονείς της νύφης:
    • (Φορτουν. Δ´ 74).

[<ουσ. αντίπροικο (βλ. ά.) + κατάλ. ι. H λ. το 12. αι. (ιον, LBG) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπροίκι [andipríci] το, region.
  • ① gift from the bridegroom to his dowerless bride before the wedding
  • ② (usu pl w. προικιά τα) additional dowry:
    • ήταν γάμος με τα ούλα του, με προικιά και μ' αντιπροίκια, μ' όμορφη νύφη και με γαμπρό παλληκάρι (Xenop) |
    • folks. μήνες τση τάζουν τα προικιά και χρόνους τ' αντιπροίκια (Passow) |
    • poem συ που έχεις κάλλη για προικιά και χάρες γι' αντιπροίκια (Gryparis)

[fr MG αντιπροίκι, cpd w. K προικίον; cf MG αντιπροίκι & αντίπροικο, pap αντίπροικον (6th c.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες