Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιπατριωτικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιπατριωτικός -ή -ό [andipatriotikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από άρνηση του πατριωτισμού ή εχθρότητα προς την πατρίδα: Aντιπατριωτική ενέργεια. αντιπατριωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. antipatriotique < anti- = αντι- + patriotique = πατριωτικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπατριωτικός, -ή, -ό [andipatriotikós] (L)
  • unpatriotic (ant πατριωτικός):
    • αντιπατριωτική ενέργεια

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπατριωτικός, cpd w. kath πατριωτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go