Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιπαρασιτικό
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπαρασιτικό [andiparasitikó] το, (L) agric
  • substance inhibiting the growth of parasites, antiparasitic, parasiticide:
    • τα έξοδα του σπόρου, του λιπάσματος και των αντιπαρασιτικών

[substantiv. n of αντιπαρασιτικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιπαρασιτικός -ή -ό [andiparasitikós] Ε1 : που συντελεί στην καταπολέμηση των παρασίτων: Aντιπαρασιτική ουσία. || (τεχνολ.) Aντιπαρασιτική διάταξη.

[λόγ. < γαλλ. antiparasit(e) -ικός < anti- = αντι- + parasite = παράσιτον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπαρασιτικός, -ή, -ό [andiparasitikós] (L)
  • ① pharm inhibiting the growth or proliferation of parasites, antiparasitic, parasiticidal:
    • αντιπαρασιτική αλοιφή
  • ② wireless antistatic, anti-interference:
    • αντιπαρασιτική κεραία, λυχνία

[cpd w. παρασιτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go