Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιπαράταξη
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιπαράταξη η [andiparátaksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιπαρατάσσω.

[λόγ. < ελνστ. ἀντιπαράταξις (-σις > -ση)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπαράταξη [andiparátaksi] η, (L)
  • juxtaposition for contrast, contrasting (syn αντιπαράθεση 1):
    • ~δύο επιχειρημάτων, δύο θεωριών |
    • ~ υποκειμένου και αντικειμένου |
    • το άσχημο το μεταχειρίζεται η τέχνη για ν' αποδείξει με την ~ τη λάμψη του ωραίου (Papanoutsos) |
    • με την ~ του Σπινόζα προς τον Σωκράτη διαγράφεται καθαρότερα η πνευματική φυσιογνωμία του (του Σπινόζα) (id.)

[fr kath αντιπαράταξις ← K, PatrG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go