Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπαθητικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιπαθητικός -ή -ό [andipaθitikós] Ε1 : (ιδ. για πρόσ.) που προκαλεί την αντιπάθεια των άλλων. ANT συμπαθητικός: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Είναι τόσο ~ τύπος, ώστε με κανένα δεν μπορεί να κάνει παρέα. Γίνομαι ~. αντιπαθητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αντιπαθη- (αντιπαθώ) -τικός σημδ. γαλλ. antipathique (< antipathie < ελνστ. ἀντιπάθεια) (διαφ. το σπάν. ελνστ. ἀντιπαθητικός `αντίθετος στην αδράνεια΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπαθητικός, -ή, -ό [andipaθitikós] s. αντιπαθής
:
  • ~ ρόλος, τρόπος, τύπος |
  • αντιπαθητική φωνή |
  • αντιπαθητικό δωμάτιο, σπίτι |
  • αντιπαθητικό χαμόγελο, ύφος |
  • στρυφνή και αντιπαθητική γεροντοκόρη |
  • η αστυνομία είχε καταντήσει αντιπαθητική στο λαό |
  • δεν μου ήταν καθόλου ~ δεν ξέρω ποιος είναι ο αντιπαθητικότερος |
  • ο μεταφυσικός που πιστεύει την πλάνη του ή ο δημαγωγός που πλανά χωρίς να πιστεύει; (Athanasiadis-N) |
  • η αδιαφορία, ο κόρος και η στυγνή ειρωνία κάνουν τον άνθρωπο αντιπαθητικό (Papanoutsos) |
  • ο ήρωας μυθιστορήματος, είτε πρόσωπο συμπαθητικό είναι είτε πρόσωπο αντιπαθητικό, δικαιώνεται από τις συνθήκες ζωής του (Charis) |
  • τίποτε δεν είναι πιο αντιπαθητικό όσο η υπεροπτική ισχυρογνωμοσύνη των ειδικών (ChKarouzos)

[fr MG αντιπαθητικός (Schol. Opp.), der of *αντιπαθητός (: αντιπαθώ); cf παθητικός (Aristotle) and ant συμπαθητικός (: συμπαθώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες