Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιοξειδωτικό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιοξειδωτικό [andioksi∂otikó] το, (L)
  • antioxidant

[substantiv. n of αντιοξειδωτικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιοξειδωτικός -ή -ό [andioksiδotikós] Ε1 : που προστατεύει από την οξείδωση: Aντιοξειδωτική βαφή. Aντιοξειδωτικά υλικά.

[λόγ. αντι- + οξειδωτικός μτφρδ. γαλλ. antioxydant, antirouille (anti- = αντι-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιοξειδωτικός, -ή, -ό [andioksi∂otikós] (L)
  • preventing or minimizing oxidation, antioxidant:
    • η βιταμίνη E αποτελεί ισχυρό φυσικό αντιοξειδωτικό παράγοντα |
    • βάζουν στα ορυκτέλαια ειδικά χημικά πρόσθετα για να τους δώσουν αντιοξειδωτικές ικανότητες (Vardakos)

[cpd w. οξειδωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες