Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιοικονομικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιοικονομικός -ή -ό [andiikonomikós] Ε1 : που δεν είναι οικονομικός, που δημιουργεί μεγάλα έξοδα: Tο ιδιωτικό αυτοκίνητο ως μεταφορικό μέσο είναι αντιοικονομικό. αντιοικονομικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αντι- + οικονομικός μτφρδ. αγγλ. uneconomic (economic = οικονομικός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιοικονομικός, -ή, -ό [andiikonomikós] (L)
  • ① detrimental to the economy:
    • αντιοικονομικό μέτρο |
    • η αντιοικονομική διάρθρωση της φορολογίας |
    • οι αντιοικονομικές και αντικοινωνικές εκδηλώσεις της οικονομίας |
    • οι αντιπαραγωγικές δαπάνες είναι κοινωνικά αντιοικονομικές και ασύμφορες (Zachareas)
  • ② uneconomical:
    • αντιοικονομικό πλοίο, σκάφος |
    • αντιοικονομική επιχείρηση, παραγωγή |
    • αντιοικονομική εκμετάλλευση των αλιευτικών πεδίων |
    • η πατριαρχική οικογένεια κατάντησε αντιοικονομική με τις βιοτικές συνθήκες και την προοδευτική φορολογία (Evelpidis) |
    • η πυρηνική μονάδα θα είναι αντιοικονομική γιατί θα είναι μικρή και δεν θα εργάζεται όλο το εικοσιτετράωρο (Angelop) |
    • ο απηχητικός τρόπος έκφρασης είναι πλάγιος, έμμεσος, περιφραστικός, με μια λέξη |
    • ~(Stathis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιοικονομικός, cpd w. οικονομικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες