Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιμετριέμαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιμετριέμαι [andimetrme] Ρ10.1β : (λαϊκότρ.) συναγωνίζομαι, παραβγαίνω.

[αντι- μετριέμαι (διαφ. το συγγ. ελνστ. ἀντιμετρῶ `δίνω σε αντάλλαγμα΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιμετριέμαι (& αντιμετρούμαι) s. αντιμετρώ.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go