Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιμεθαύριο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιμεθαύριο [andimeθávrio] επίρρ. χρον. : κατά τη διάρκεια της τρίτης ημέρας μετά τη σημερινή: Δε θα φύγει ούτε αύριο ούτε μεθαύριο αλλά ~.

[αντι- μεθαύριο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιμεθαύριο [andimeθávrio] adv
  • on the third day fr today, three days fr today:
    • ~ είναι τ' αϊ-Δημητριού |
    • θα μείνει εδώ και αύριο και μεθαύριο και ~ και όλες τις μέρες και τις νύχτες (Samarakis) |
    • αύριο πρωί στον Kαβομαλιά, αύριο βράδυ στον Kαβοντόρο, ~ στα Δαρδανέλια (Karkavitsas) |
    • poem στο μέλλον το κοντινό, το μακρινό, σε χρόνια λίγα, πολλά, ίσως από μεθαύριο κι ~ (NEngonopoulos)

[fr kath αντιμεθαύριον, cpd w. μεθαύριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go