Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιληπτικότητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιληπτικότητα [andiliptikótita] η, (L)
  • capacity for comprehension, perception, perceptiveness (syn αντιληπτική ικανότητα, αντίληψη 1c):
    • ακροατής μειωμένης αντιληπτικότητας |
    • η ~ των μαθητών, των παιδιών |
    • συντάσσομε μερικά κατατοπιστικά εγχειρίδια κατά ηλικίες δηλαδή κατά βαθμίδες αντιληπτικότητας

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιληπτικότης, der of kath αντιληπτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go