Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιλαϊκός -ή -ό [andilaikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός προς το λαό και ιδίως στα συμφέροντά του. ANT φιλολαϊκός· (πρβ. αντιδημοτικός): Aντιλαϊκή πολιτική / νομοθεσία.
αντιλαϊκά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + λαϊκός μτφρδ. γαλλ. antipopulaire (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιλαϊκός, -ή, -ό [andilaikós] (L)
- ① contrary to the interests of the people, antipopular:
- αντιλαϊκή οικονομική πολιτική |
- ο ~ χαρακτήρας των πρόσφατων κυβερνητικών μέτρων
- ② unpopular (syn αντιδημοτικός 2):
- ο πρωθυπουργός επέβαλε αντιλαϊκά περιοριστικά μέτρα |
- το παραμύθι της Bιολαντώς είναι αντιλαϊκό γιατί απλούστατα δεν είναι ελληνικό (Athanasiadis-N)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιλαϊκός, cpd w. kath λαϊκός]
- ① contrary to the interests of the people, antipopular:



