Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιλήπτορας
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιλήπτορας ο [andilíptoras] Ο5 : (νομ.) αυτός που ασκεί ορισμένη δικαστική αντίληψη.

[λόγ. < ελνστ. ἀντιλήπτωρ, αιτ. -ορα `προστάτης΄ σημδ. γαλλ. percepteur]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιλήπτορας [andilíptoras] ο, (L)
  • ① helper (syn βοηθός):
    • βοηθοί και αντιλήπτορες του τεχνικού της εποχής μας είναι τα μηχανήματα (Georgoulis)
  • ② law one legally appointed to manage the affairs of another, guardian, curator (near-syn κηδεμόνας):
    • μπαίνει υπό δικαστικό αντιλήπτορα εκείνος που είναι σε κατάσταση διφορούμενων φρένων εξαιτίας πνευματικής αρρώστιας που δεν αποκλείει εντελώς τη χρήση του λογικού (Christidis AK)

[fr kath αντιλήπτωρ ← MG, K]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go