Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιλάμπισμα [andilámbizma] το,
- ① glow, glitter, gleam (syn αντιφέγγισμα 1):
- τα γόνατά του γυάλιζαν στο ~ της φωτιάς |
- το πρόσωπό της έλαμψε στο ~ του δειλινού |
- δεν έβλεπες στη δύση παρά κατακόκκινο αιθέρα σαν ~ μεγάλης πυρκαγιάς (Karkavitsas) |
- αντιλαμπίσματα από λεπίδες και κράνη σπαθίζουν τον κουρνιαχτό (Terzakis) |
- poem σωπαίνει ο γαύρος κλεφταράς, και στο ~ της φλόγας, | .. του δείχνει | .. το μυστικό .. σημάδι (Kazantz Od 2.810) |
- το μελιχρό ~ | που το πεφτάστρι αφήνει (Malakasis)
- ② reflection (of light), reflected light, glare (syn αντιφέγγισμα 2):
- μια νέα ροδοκόκκινη καλόγρια γυάλιζε τα χαλκώματα και το ~ από το θερμό κόκκινο μέταλλο στραφτάλιζε στα μάγουλά της (Kazantz) |
- τα μάτια σου τυφλώνουνταν από το αστραφτερό ~ που έριχναν τ' ασβεστωμένα σπίτια (id.)
- ⓐ fig reflection (of an emotion etc) (syn αντιφέγγισμα 2b):
- poem και του αχνογέλιου το ~ στο μέτωπό του εχάθη (Kazantz Od 5.664) |
- κ' εδώ μπροστά μας πρόβαλεν η μαγεμένη χώρα, | σαν ξαφνικό ~ των ξωτικών ψυχών μας (Melachrinos)
[der of αντιλαμπίζω; cf λαμπίζω]
- ① glow, glitter, gleam (syn αντιφέγγισμα 1):



