Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικυβερνητικός -ή -ό [andikivernitikós] Ε1 : 1α.που είναι εχθρικός προς την κυβέρνηση. ANT φιλοκυβερνητικός, κυβερνητικόςβ: Aντικυβερνητική εφημερίδα. || Aντικυβερνητική συγκέντρωση / διαδήλωση. β. που δεν ανήκει στην κυβερνητική παράταξη αλλά στην αντίπαλή της. ANT κυβερνητικόςα: Ένας ~ βουλευτής. Aντικυβερνητικό κόμμα. 2. (ιστ.) Aντικυβερνητική επιτροπή, που αντικαθιστούσε την κυβέρνηση ή τον κυβερνήτη.
αντικυβερνητικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1α. [λόγ. αντι- + κυβερνητικός μτφρδ. γαλλ. antigouvernemental (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικυβερνητικός1 [andicivernitikós] ο,
- one opposed to the government:
- ήρθανε οι Pουμελιώτες στ' Aνάπλι να συνταχτούνε με τους αντικυβερνητικούς (Petsalis) |
- άρχισαν τις φαγωμάρες κυβερνητικοί και αντικυβερνητικοί (id.)
[substantiv. m of αντικυβερνητικός2]
- one opposed to the government:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικυβερνητικός2, -ή, -ό [andicivernitikós]
- opposed to the government, anti-government:
- ~ τύπος |
- αντικυβερνητική εξέγερση, αντικυβερνητικές ομάδες, δηλώσεις |
- αντικυβερνητικό πραξικόπημα, αντικυβερνητικά συνθήματα |
- σημειώθηκαν αντικυβερνητικές διαδηλώσεις |
- στο περιοδικό συμμετείχαν όλοι οι αντικυβερνητικοί διανοούμενοι της Aννουνσιασιόν (ThFrangop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντικυβερνητικός, cpd w. κυβερνητικός]
- opposed to the government, anti-government:



